δίπυρος

δίπυρος
δίπυρος
twice fired
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίπυρον — δίπυρος twice fired masc/fem acc sg δίπυρος twice fired neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπύρους — δίπυρος twice fired masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπυροι — δίπυρος twice fired masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANIS Biscoctus seu buccellatus — Graece δίπυρος, qui est panis nauticus, Gall. Biscuit, apud Abbonem de Obsid. Paris l. 2. Guil. Brittonem Phillippide l. 4. et Paul. Venetum l. 3. c. 46 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAXAMATES Panis — seu Paxamatia, Graecisrecentioribus Παζαμάδια, a Paxamo quodam onmen habent, qui ut auctor est Suidas, scripsit ὀψαρτυτικὰ κατὰ ςτοιχείων. Panis paximatius, in Vita S. Severi Abbatis Agathensis c. 11. Panis Paximatus, apud Ordericum l. 9. p. 740 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίπυρο — το (Α δίπυρος, ον) νεοελλ. πυριτικό άλας αργιλίου, νατρίου και ασβεστίου αρχ. αυτός που έχει ψηθεί δύο φορές, διπυρίτης 2. φρ. «διπύρους λαμπάδας» δύο λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πυρος < πυρ (πυρός)] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՔՍԻՄԱՏ — (ի, ից.) NBH 2 0645 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բառ ռմկ. փէքսիմէթ, փէքսմաթ, պիզմադ. ἅρτος δίπυρος, πάξιμας panis biscoctus, tostus, nauticus, paximas. իտ. biscotto. Հաց չորացուցեալ կրկին եփմամբ, կամ յետ եփելոյն՝ կրկին եդեալ ʼի փռան,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”